παραληρώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραληρώ < αρχαία ελληνική παραληρέω / παραληρῶ < παρά + ληρέω / ληρῶ < λῆρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leh₂- (κρύπτομαι, καλύπτομαι) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική délirer)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.ɾa.liˈɾo/
Ρήμα
[επεξεργασία]παραληρώ
- μιλώ ασυνάρτητα, λέω λόγια χωρίς λογική και ειρμό
- βρίσκομαι σε κατάσταση πολύ μεγάλου ενθουσιασμού
Συγγενικά
[επεξεργασία]- παραλήρημα
- παραληρηματικά
- παραληρηματικός
- παραληρηματικώς
- → δείτε τις λέξεις παρά και λῆρος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)