παρεύρεση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παρεύρεσις, παρεύρησις

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρεύρεση οι παρευρέσεις
      γενική της παρεύρεσης* των παρευρέσεων
    αιτιατική την παρεύρεση τις παρευρέσεις
     κλητική παρεύρεση παρευρέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρευρέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρεύρεση < παρ- + εύρεση. Διαφορετική η ελληνιστική παρεύρεσις (ψεύτικη δικαιολογία)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /paˈɾe.vɾe.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρεύ‐ρε‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρεύρεση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη παρευρίσκομαι

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.