παρθενικότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παρθενικότης | αἱ | παρθενικότητες | ||||
γενική | τῆς | παρθενικότητος | τῶν | παρθενικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | παρθενικότητι | ταῖς | παρθενικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | παρθενικότητα | τὰς | παρθενικότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | παρθενικότης | παρθενικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρθενικότης < παρθενικ(ός)- + -ότης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρθενικότης θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .