παστά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | παστά | ||
γενική | των | παστών | ||
αιτιατική | τα | παστά | ||
κλητική | παστά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παστά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παστός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παστά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γαστρονομία) τρόφιμα που τα έχουν παστώσει
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
παστά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παστά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
παστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παστός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ά (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)