πελίδνωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πελίδνωση | οι | πελιδνώσεις |
γενική | της | πελίδνωσης* | των | πελιδνώσεων |
αιτιατική | την | πελίδνωση | τις | πελιδνώσεις |
κλητική | πελίδνωση | πελιδνώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πελιδνώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πελίδνωση < ελληνιστική κοινή πελίδνωσις < αρχαία ελληνική πελιδνός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πελίδνωση θηλυκό
- (λόγιο) άλλη μορφή του πελιδνότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πελίδνωση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)