πελταστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πελταστής οι πελταστές
      γενική του πελταστή των πελταστών
    αιτιατική τον πελταστή τους πελταστές
     κλητική πελταστή πελταστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πελταστής < αρχαία ελληνική πελταστής < πέλτη (μικρή, ελαφριά ασπίδα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πελταστής αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πελταστής < πέλτη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πελταστής αρσενικό