πεντάωρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεντάωρο τα πεντάωρα
      γενική του πεντάωρου των πεντάωρων
    αιτιατική το πεντάωρο τα πεντάωρα
     κλητική πεντάωρο πεντάωρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεντάωρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο πεντάωρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πεντάωρο ουδέτερο

  1. διάρκεια πέντε ωρών
    τον περιμέναμε επί ένα πεντάωρο
  2. η σχολική ημέρα ενός μαθητή που περιλαμβάνει πέντε ώρες διδασκαλίας
    σήμερα έλειπε μια καθηγήτρια και κάναμε πεντάωρο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

πεντάωρο