περίζωσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περίζωσῐς αἱ περιζώσεις
      γενική τῆς περιζώσεως τῶν περιζώσεων
      δοτική τῇ περιζώσει ταῖς περιζώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν περίζωσῐν τὰς περιζώσεις
     κλητική ! περίζωσῐ περιζώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιζώσει
γεν-δοτ τοῖν  περιζωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περίζωσις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περίζωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές[επεξεργασία]