περφεξιονισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περφεξιονισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περφεξιονισμός αρσενικό
- επιμονή στο να είναι κάτι τέλειο, τελειομανία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περφεξιονισμός
|