πετρέλευση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πετρέλευση οι πετρελεύσεις
      γενική της πετρέλευσης των πετρελεύσεων
    αιτιατική την πετρέλευση τις πετρελεύσεις
     κλητική πετρέλευση πετρελεύσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πετρέλευση εμπορευματοκιβωτιοφόρου

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πετρέλευση < πετρέλ(αιο) *-εύω > -ευση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική bunkering < bunker • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πετρέλευση θηλυκό

※  Κατά τη διενέργεια κάθε φορτοεκφόρτωσης πετρελαίου ή πετρέλευσης, εξαιρουμένων εκείνων των λευκών πτητικών προϊόντων (βενζίνης, νάφθης, καυσίμων αεριωθουμένων, κηροζίνης και ελαφρού ντήζελ) και σε ποσότητα κάτω των χιλίων (1000) τόνων με μέριμνα και ευθύνη των ανεφοδιαστικών πλοίων να τηρούνται τα ακόλουθα μέτρα: […]
Απόφαση 2261.6/950/17/2017 του Κεντρικού Λιμενάρχη Ελευσίνας, «Υλικά και μέσα για την προστασία θαλασσίου περιβάλλοντος κατά την διενέργεια φορτοεκφόρτωσης πετρελαίου ή πετρέλευσης από πλοία ανεφοδιασμού», ΦΕΚ Β΄ 1004/24.3.2017, σ. 8725.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]