πεϊζαδές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πεϊζαδές οι πεϊζαδέδες
      γενική του πεϊζαδέ των πεϊζαδέδων
    αιτιατική τον πεϊζαδέ τους πεϊζαδέδες
     κλητική πεϊζαδέ πεϊζαδέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεϊζαδές < τουρκική beyzade < bey + zade (γιος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πεϊζαδές αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]