πηξιοσκοπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πηξιοσκοπία < (καθαρεύουσα) χημικό όργανο για τον καθορισμό σημείου πήξεως διαλυμάτων, συνώνυμο του πηξιοσκόπιον [1] < αρχαία ελληνικήπῆξι{ς) + -ο- + -σκοπία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πηξιοσκοπία θηλυκό
- (παρωχημένο, χημεία) μέθοδος για τον καθορισμό τού σημείου πήξεως των διαλυμάτων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πηξιοσκοπία
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σκοπία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)