πιζάμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιζάμα οι πιζάμες
      γενική της πιζάμας των πιζαμών
    αιτιατική την πιζάμα τις πιζάμες
     κλητική πιζάμα πιζάμες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιζάμα < πιτζάμα με επίδραση προφοράς από τη γαλλική pyjama (προφορά /pi.ʒa.ma/) < → δείτε τη λέξη πιτζάμα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /piˈza.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐ζά‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιζάμα θηλυκό

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

  • πυζάμα (παρωχημένη, μη απλοποιημένη γραφή)

Πηγές[επεξεργασία]