πιθαμή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιθαμή οι πιθαμές
      γενική της πιθαμής των πιθαμών
    αιτιατική την πιθαμή τις πιθαμές
     κλητική πιθαμή πιθαμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιθαμή < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιθαμή θηλυκό

  • ανθρωπομετρική μονάδα μήκους, η απόσταση ανάμεσα στα άκρα των τεντωμένων δακτύλων αντίχειρα και μικρού (ίση με 18 εκατοστά περίπου).

Μεταφράσεις[επεξεργασία]