πικέτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πικέτο | τα | πικέτα |
γενική | του | πικέτου | των | πικέτων |
αιτιατική | το | πικέτο | τα | πικέτα |
κλητική | πικέτο | πικέτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πικέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική picchetto
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πικέτο ουδέτερο
- είδος χαρτοπαίγνιου με μπάζες