πλαγιοδρομία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλαγιοδρομία οι πλαγιοδρομίες
      γενική της πλαγιοδρομίας των πλαγιοδρομιών
    αιτιατική την πλαγιοδρομία τις πλαγιοδρομίες
     κλητική πλαγιοδρομία πλαγιοδρομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλαγιοδρομία < πλαγιοδρομ(ώ} + -ία < πλαγιο- + δρομ- (< δρόμος) + -ία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pla.ʝi.o.ðɾoˈmi.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλαγιοδρομία θηλυκό

  • (ναυτικός όρος) η κατεύθυνση κίνησης ενός ιστιοπλοϊκού σκάφους όταν έχει τον άνεμο κάθετο στην κατεύθυνση προς την οποία κινείται

Μεταφράσεις[επεξεργασία]