πλευστότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλευστότης αἱ πλευστότητες
      γενική τῆς πλευστότητος τῶν πλευστοτήτων
      δοτική τῇ πλευστότητι ταῖς πλευστότησι(ν)
    αιτιατική τὴν πλευστότητα τὰς πλευστότητᾰς
     κλητική ! πλευστότης πλευστότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλευστότης (μαρτυρείται από το 1897) [1] < πλευστ(ός) + -ότης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλευστότης, -ητος θηλυκό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 812, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου