πλινθοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλινθοποίηση | οι | πλινθοποιήσεις |
γενική | της | πλινθοποίησης* | των | πλινθοποιήσεων |
αιτιατική | την | πλινθοποίηση | τις | πλινθοποιήσεις |
κλητική | πλινθοποίηση | πλινθοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλινθοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλινθοποίηση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλινθοποίηση
|