ποικιλότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ποικιλότης | αἱ | ποικιλότητες | ||||
γενική | τῆς | ποικιλότητος | τῶν | ποικιλοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | ποικιλότητι | ταῖς | ποικιλότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ποικιλότητα | τὰς | ποικιλότητας | ||||
κλητική ὦ! | ποικιλότης | ποικιλότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ποικιλότης (μαρτυρείται από το 1728) [1] < ποικίλ(ος) + -ότης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ποικιλότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ. 820, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου