πολυδιάσπαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πολυδιάσπαση | οι | πολυδιασπάσεις |
γενική | της | πολυδιάσπασης* | των | πολυδιασπάσεων |
αιτιατική | την | πολυδιάσπαση | τις | πολυδιασπάσεις |
κλητική | πολυδιάσπαση | πολυδιασπάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πολυδιασπάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολυδιάσπαση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολυδιάσπαση θηλυκό
- ο χωρισμός ή η διάσπαση ενός συνόλου σε πολλά μέρη ή κομμάτια
- Τις εκλογές αυτές «σφραγίζουν» η πολυδιάσπαση των υποψηφιοτήτων, η διεκδίκηση, δηλαδή, ενός δήμου από πολλούς υποψηφίους... (Η Καθημερινή, 18 Σεπτεμβρίου 2010)
- η πολυδιάσπαση των ασφαλιστικών φορέων δυσχεραίνει τη χρηματοδότηση και την ποιότητα της κοινωνικής προστασίας και πρόνοιας, αυξάνοντας τις ανισότητες υπέρ εκείνων που υπάγονται στα ευνομούμενα ασφαλιστικά ταμεία
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολυδιάσπαση
|