πολυμηνόρροια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυμηνόρροια < πολύ + (έμ)μην(ος) + -ο- + -ρροια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυμηνόρροια θηλυκό
- (ιατρική) μεγάλη εκροή αίματος κατά την έμμηνο ρύση ή ασυνήθιστα συχνή έμμηνος ρύση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυμηνόρροια
|