πολυσύμπαν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολυσύμπαν τα πολυσύμπαντα
      γενική του πολυσύμπαντος των πολυσυμπάντων
    αιτιατική το πολυσύμπαν τα πολυσύμπαντα
     κλητική πολυσύμπαν πολυσύμπαντα
Κατηγορία όπως «μέλλον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυσύμπαν < πολυ- + σύμπαν

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /po.liˈsim.ban/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολυσύμπαν ουδέτερο

  • (φυσική, κοσμολογία) όρος της σύγχρονης κοσμολογίας, σύμπαν που περικλείει άλλα σύμπαντα
    Υπάρχουν άπειρα πολυσύμπαντα, εφ' όσον κάθε σύμπαν δεν διέπεται αναγκαστικά από τους ίδιους νόμους, ούτε βρίσκονται όλα σε παραλληλία ή συσχέτιση (ακόμη κι αν κάποια βρίσκονται, άπειρα άλλα δεν είναι συσχετισμένα διότι ανήκουν σε διαφορετικές τοποαλγεβρικές κοσμογενεές).

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]