πονήρεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πονήρεμα < πονυρεύ(ω) + -μα με αποβολή του [v] πριν το [m][1] Συγκρίνετε με το αρχαίο πονήρευμα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /poˈni.ɾe.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐νή‐ρε‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πονήρεμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πονηρεύω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πονήρεμα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πονήρεμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας