πορτουλάνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πορτουλάνος < (άμεσο δάνειο) ιταλική portolano / portulan
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πορτουλάνος αρσενικό
πορτουλάνος αρσενικό