ποταμόψαρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ποταμόψαρο ουδέτερο
- ψάρι που ζει σε ποτάμι, σε γλυκό νερό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποταμόψαρο