πραγματογνωσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πραγματογνωσία θηλυκό
- η γνώση των πραγμάτων (που μας περιβάλλουν)
- (παρωχημένο) σχετικό μάθημα σε μαθητές δημοτικού σχολείου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πραγματογνωσία
|