προβάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προβάρισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προβάρω, η πρόβα / δοκιμή (ρούχων κ.λπ.)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προβάρισμα
|