προβλέπτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: προβλεπτής

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προβλέπτης οἱ προβλέπται
      γενική τοῦ προβλέπτου τῶν προβλεπτῶν
      δοτική τῷ προβλέπτ τοῖς προβλέπταις
    αιτιατική τὸν προβλέπτην τοὺς προβλέπτας
     κλητική ! προβλέπτα προβλέπται
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προβλέπτης < προβλέπ(ω) + -της. Συγκρίνετε με το προβλεπτής.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προβλέπτης, -ου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]