προικοσύμφωνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | προικοσύμφωνο | τα | προικοσύμφωνα |
γενική | του | προικοσύμφωνου & προικοσυμφώνου |
των | προικοσύμφωνων & προικοσυμφώνων |
αιτιατική | το | προικοσύμφωνο | τα | προικοσύμφωνα |
κλητική | προικοσύμφωνο | προικοσύμφωνα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προικοσύμφωνο ουδέτερο
- νομικά δεσμευτικό κείμενο (συμβόλαιο) που υπογραφόταν από τον γαμπρό και την οικογένεια της νύφης και περιείχε το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων που δίνονταν ως προίκα σε αυτόν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προικοσύμφωνο
|