προσόρμιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσόρμιση | οι | προσορμίσεις |
γενική | της | προσόρμισης* | των | προσορμίσεων |
αιτιατική | την | προσόρμιση | τις | προσορμίσεις |
κλητική | προσόρμιση | προσορμίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσορμίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσόρμιση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσόρμιση
|