πτωχοπροδρομισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πτωχοπροδρομισμός οι πτωχοπροδρομισμοί
      γενική του πτωχοπροδρομισμού των πτωχοπροδρομισμών
    αιτιατική τον πτωχοπροδρομισμό τους πτωχοπροδρομισμούς
     κλητική πτωχοπροδρομισμέ πτωχοπροδρομισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πτωχοπροδρομισμός < πτωχοπρόδρομος + -ισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτωχοπροδρομισμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]