πυρετάκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυρετάκος < πυρετ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -άκος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πυρετάκος αρσενικό
- (οικείο) υποκοριστικό του πυρετός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε πυρετός
πυρετάκος
|