πυρετοθεραπεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυρετοθεραπεία < πυρετ(ός) + -ο- + -θεραπεία, λόγιο ενδογενές δάνειο: • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πυρετοθεραπεία θηλυκό
- (παρωχημένο) θεραπεία ψυχιατρικών και νευρολογικών νόσων μέσω τεχνητής αύξησης της θερμοκρασίας του σώματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυρετοθεραπεία