πυρομετεωρολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πυρομετεωρολόγος οι πυρομετεωρολόγοι
      γενική του/της πυρομετεωρολόγου των πυρομετεωρολόγων
    αιτιατική τον/την πυρομετεωρολόγο τους/τις πυρομετεωρολόγους
     κλητική πυρομετεωρολόγε πυρομετεωρολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυρομετεωρολόγος < πυρομετεωρολογία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυρομετεωρολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]