πωρικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πωρικό τα πωρικά
      γενική του πωρικού των πωρικών
    αιτιατική το πωρικό τα πωρικά
     κλητική πωρικό πωρικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πωρικό < (μεσαιωνικό) πωρικόν < οπωρικός < οπώρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πωρικό ουδέτερο, συνήθως χρησιμοποιείται στον πρώτο πληθυντικό (τα πωρικά)

  1. καρπός (νωποί και ξηροί καρποί)
    Ο τζύρης μου έφερεν μας κάμποσα πωρικά 'που το παναϋριν [1], Φαρμακίδου ΞΠ (2003, σελ.212)
    ήγουν κάθε ποτό οπού ποιεί μέθην, καθώς είναι το ρακί, όπου κατασκευάζεται από διάφορα πωρικά [2] (Πηδάλιον της νοητής νηός, της μιας, αγίας, καθολικής, και αποστολικής των Ορθοδόξων Εκκλησίας ... ερμηνευμένοι παρ Αγαπίου Ιερομονάχου, και Νικοδήμου Μοναχού, 1841
  2. φρούτο
    Ο Νότος δένει αμύγδαλα, κι' ο κυρ Βοριάς απίδι κι' η συνεβριά τα πωρικά κι' ο εξάνεμος τα μήλα [3]
  3. αποτέλεσμα, προϊόν
    τα πωρικά, όπου η αγάπη κάνει, Ερωτόκριτος


Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]