ραβδάκι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ραβδάκι | τα | ραβδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ραβδάκι | τα | ραβδάκια |
κλητική | ραβδάκι | ραβδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ραβδάκι < ραβδ(ί) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ραβδάκι ουδέτερο
- μικρό ραβδί ή ομοίωμα ραβδιού
- το ραβδί (χαϊδευτικά)
- δεν υπάρχουν νεράιδες για να σε ακουμπήσουν με το μαγικό ραβδάκι τους και να σε μεταμορφώσουν σε πριγκίπισσα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ραβδί
ραβδάκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)