ραβιόλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ραβιόλι | ||
γενική | του | ραβιολιού | ||
αιτιατική | το | ραβιόλι | ||
κλητική | ραβιόλι | |||
Η κατάληξη -ιού προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ραβιόλι < (άμεσο δάνειο) ιταλική ravioli (πληθυντικός) (ενικός, raviolo)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɾaˈvʝo.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρα‐βι‐ό‐λι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ραβιόλι ουδέτερο
- (γαστρονομία) τα ραβιόλια
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ραβιόλι
→ δείτε τη λέξη ραβιόλια |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)