ραδιογράφηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ραδιογράφηση | οι | ραδιογραφήσεις |
γενική | της | ραδιογράφησης* | των | ραδιογραφήσεων |
αιτιατική | τη | ραδιογράφηση | τις | ραδιογραφήσεις |
κλητική | ραδιογράφηση | ραδιογραφήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ραδιογραφήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ραδιογράφηση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ραδιογράφηση
|