ρεζιλίκι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ρεζιλίκι | τα | ρεζιλίκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | ρεζιλίκι | τα | ρεζιλίκια |
| κλητική | ρεζιλίκι | ρεζιλίκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρεζιλίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική rezillik -ι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρεζιλίκι ουδέτερο
- αυτό που παθαίνει κανείς όταν γίνεται ρεζίλι, η γελοιοποίηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)