ρητινοκαλλιεργητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρητινοκαλλιεργητής < ρητίνη + -ο- + καλλιεργητής
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρητινοκαλλιεργητής αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που ασχολείται με την ρητινοκαλλιέργεια
- Εδώ και χρόνια τα προβλήματά τους διογκώνονται διαρκώς, το εισόδημά τους συρρικνώνεται και οι οικογένειες των ρητινοκαλλιεργητών δίνουν μάχη επιβίωσης. Να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια, λόγω της κρίσης και της συνακόλουθης αύξησης της ανεργίας, πολλοί επέστρεψαν στα χωριά της Βόρειας Εύβοιας και στράφηκαν στη ρητινοκαλλιέργεια, η οποία διαρκεί 9 περίπου μήνες. (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ρητινοκαλλιέργεια
- → δείτε τις λέξεις ρητίνη και καλλιεργώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρητινοκαλλιεργητής
|