ρυζοκροκέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρυζοκροκέτα θηλυκό
- (γαστρονομία) κροκέτα με βασικό υλικό το ρύζι
- Σε μια φριτέζα ζεσταίνουμε το ηλιέλαιο και τηγανίζουμε τις ρυζοκροκέτες – χωρίς να τις στριμώξουμε – για περίπου 5 λεπτά, ώσπου να ροδίσουν. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρυζοκροκέτα
|