σαπωναρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαπωναρία οι σαπωναρίες
      γενική της σαπωναρίας των σαπωναριών
    αιτιατική τη σαπωναρία τις σαπωναρίες
     κλητική σαπωναρία σαπωναρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαπωναρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική saponaria, (μαρτυρείται από το 1889)[1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sa.po.naˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐πω‐να‐ρί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαπωναρία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)