σαραβαλάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαραβαλάκι τα σαραβαλάκια
      γενική
    αιτιατική το σαραβαλάκι τα σαραβαλάκια
     κλητική σαραβαλάκι σαραβαλάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαραβαλάκι < σαράβαλο +-άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαραβαλάκι ουδέτερο

  • μικρό παλιό αυτοκίνητο με πολλά μηχανικά προβλήματα (λέγεται και χαϊδευτικά)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]