σαϊτεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σαϊτεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σαϊτεύω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σαγιτεύω [1]
Ρήμα
[επεξεργασία]σαϊτεύω, αόρ.: σαΐτεψα, παθ.φωνή: σαϊτεύομαι, π.αόρ.: σαϊτεύτηκα, μτχ.π.π.: σαϊτεμένος
- χτυπώ κάποιον με σαΐτα (βέλος)
- (μεταφορικά) χτυπώ κάποιον με τα βέλη του έρωτα, γοητεύω, σαγηνεύω, ξελογιάζω
- και χέρια γοργογύριστα να ρίχνουν τη σαΐτα,
- να σαϊτεύει τα πουλιά και τά ομορφα κορίτσια. [2]
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη σαΐτα
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σαϊτεύω | σαΐτευα | θα σαϊτεύω | να σαϊτεύω | σαϊτεύοντας | |
β' ενικ. | σαϊτεύεις | σαΐτευες | θα σαϊτεύεις | να σαϊτεύεις | σαΐτευε | |
γ' ενικ. | σαϊτεύει | σαΐτευε | θα σαϊτεύει | να σαϊτεύει | ||
α' πληθ. | σαϊτεύουμε | σαϊτεύαμε | θα σαϊτεύουμε | να σαϊτεύουμε | ||
β' πληθ. | σαϊτεύετε | σαϊτεύατε | θα σαϊτεύετε | να σαϊτεύετε | σαϊτεύετε | |
γ' πληθ. | σαϊτεύουν(ε) | σαΐτευαν σαϊτεύαν(ε) |
θα σαϊτεύουν(ε) | να σαϊτεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σαΐτεψα | θα σαϊτέψω | να σαϊτέψω | σαϊτέψει | ||
β' ενικ. | σαΐτεψες | θα σαϊτέψεις | να σαϊτέψεις | σαΐτεψε | ||
γ' ενικ. | σαΐτεψε | θα σαϊτέψει | να σαϊτέψει | |||
α' πληθ. | σαϊτέψαμε | θα σαϊτέψουμε | να σαϊτέψουμε | |||
β' πληθ. | σαϊτέψατε | θα σαϊτέψετε | να σαϊτέψετε | σαϊτέψτε | ||
γ' πληθ. | σαΐτεψαν σαϊτέψαν(ε) |
θα σαϊτέψουν(ε) | να σαϊτέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σαϊτέψει | είχα σαϊτέψει | θα έχω σαϊτέψει | να έχω σαϊτέψει | ||
β' ενικ. | έχεις σαϊτέψει | είχες σαϊτέψει | θα έχεις σαϊτέψει | να έχεις σαϊτέψει | έχε σαϊτεμένο | |
γ' ενικ. | έχει σαϊτέψει | είχε σαϊτέψει | θα έχει σαϊτέψει | να έχει σαϊτέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε σαϊτέψει | είχαμε σαϊτέψει | θα έχουμε σαϊτέψει | να έχουμε σαϊτέψει | ||
β' πληθ. | έχετε σαϊτέψει | είχατε σαϊτέψει | θα έχετε σαϊτέψει | να έχετε σαϊτέψει | έχετε σαϊτεμένο | |
γ' πληθ. | έχουν σαϊτέψει | είχαν σαϊτέψει | θα έχουν σαϊτέψει | να έχουν σαϊτέψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) σαϊτεμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) σαϊτεμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) σαϊτεμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) σαϊτεμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σαϊτεύομαι | σαϊτευόμουν(α) | θα σαϊτεύομαι | να σαϊτεύομαι | ||
β' ενικ. | σαϊτεύεσαι | σαϊτευόσουν(α) | θα σαϊτεύεσαι | να σαϊτεύεσαι | ||
γ' ενικ. | σαϊτεύεται | σαϊτευόταν(ε) | θα σαϊτεύεται | να σαϊτεύεται | ||
α' πληθ. | σαϊτευόμαστε | σαϊτευόμαστε σαϊτευόμασταν |
θα σαϊτευόμαστε | να σαϊτευόμαστε | ||
β' πληθ. | σαϊτεύεστε | σαϊτευόσαστε σαϊτευόσασταν |
θα σαϊτεύεστε | να σαϊτεύεστε | (σαϊτεύεστε) | |
γ' πληθ. | σαϊτεύονται | σαϊτεύονταν σαϊτευόντουσαν |
θα σαϊτεύονται | να σαϊτεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σαϊτεύτηκα | θα σαϊτευτώ | να σαϊτευτώ | σαϊτευτεί | ||
β' ενικ. | σαϊτεύτηκες | θα σαϊτευτείς | να σαϊτευτείς | σαϊτέψου | ||
γ' ενικ. | σαϊτεύτηκε | θα σαϊτευτεί | να σαϊτευτεί | |||
α' πληθ. | σαϊτευτήκαμε | θα σαϊτευτούμε | να σαϊτευτούμε | |||
β' πληθ. | σαϊτευτήκατε | θα σαϊτευτείτε | να σαϊτευτείτε | σαϊτευτείτε | ||
γ' πληθ. | σαϊτεύτηκαν σαϊτευτήκαν(ε) |
θα σαϊτευτούν(ε) | να σαϊτευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σαϊτευτεί | είχα σαϊτευτεί | θα έχω σαϊτευτεί | να έχω σαϊτευτεί | σαϊτεμένος | |
β' ενικ. | έχεις σαϊτευτεί | είχες σαϊτευτεί | θα έχεις σαϊτευτεί | να έχεις σαϊτευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει σαϊτευτεί | είχε σαϊτευτεί | θα έχει σαϊτευτεί | να έχει σαϊτευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σαϊτευτεί | είχαμε σαϊτευτεί | θα έχουμε σαϊτευτεί | να έχουμε σαϊτευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε σαϊτευτεί | είχατε σαϊτευτεί | θα έχετε σαϊτευτεί | να έχετε σαϊτευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σαϊτευτεί | είχαν σαϊτευτεί | θα έχουν σαϊτευτεί | να έχουν σαϊτευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι σαϊτεμένος - είμαστε, είστε, είναι σαϊτεμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν σαϊτεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν σαϊτεμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι σαϊτεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι σαϊτεμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι σαϊτεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι σαϊτεμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σαϊτεύω
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σαϊτεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Κάλανδα βαΐτικα snhell.gr Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού. πρόσβαση:2021.10.23.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σαϊτεύω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σαγιτεύω με αποβολή του φθόγγου [ʝ] (γράμμα ⟨γ⟩) κατά το σχήμα σαγίτα > σαΐτα [1]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σαϊτεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)