σειριά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σειριά οι σειριές
      γενική της σειριάς των σειριών
    αιτιατική τη σειριά τις σειριές
     κλητική σειριά σειριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σειριά < σειρά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σειριά θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παροιμίες[επεξεργασία]

  • «όλοι οι γύφτοι μια σειριά», ότι οι φαύλοι είναι όλοι όμοιοι.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]