σελτές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σελτές | οι | σελτέδες |
γενική | του | σελτέ | των | σελτέδων |
αιτιατική | τον | σελτέ | τους | σελτέδες |
κλητική | σελτέ | σελτέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σελτές < (άμεσο δάνειο) τουρκική şilte < περσική چلته (çilta)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σελτές αρσενικό
- το στρώμα του κρεβατιού
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σελτές
→ δείτε τη λέξη στρώμα |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)