σελτεδάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σελτεδάκι | τα | σελτεδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σελτεδάκι | τα | σελτεδάκια |
κλητική | σελτεδάκι | σελτεδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σελτεδάκι < υποκοριστικό του σελτές
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σελτεδάκι ουδέτερο
- παραλληλόγραμμο κομμάτι από βαμβακερό ύφασμα το οποίο είναι επενδεδυμένο από την κάτω πλευρά με αδιάβροχο πλαστικό και το χρησιμοποιούν για να ακουμπούν πάνω του ένα μωρό όταν το αλλάζουν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σελτεδάκι
|