αδιάβροχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδιάβροχος < (ελληνιστική κοινή) ἀδιάβροχος < ἀ- (στερητικό) + διά + βροχή
Επίθετο[επεξεργασία]
αδιάβροχος, -η, -ο
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδιάβροχος