σεμπρεβίβα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σεμπρεβίβα οι σεμπρεβίβες
      γενική της σεμπρεβίβας
    αιτιατική τη σεμπρεβίβα τις σεμπρεβίβες
     κλητική σεμπρεβίβα σεμπρεβίβες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σεμπρεβίβα < ιταλική sempre + viva

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sem.pɾeˈvi.va/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σε‐μπρε‐βί‐βα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Ανθισμένες σεμπρεβίβες

σεμπρεβίβα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]