σεμπρεβίβα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σεμπρεβίβα | οι | σεμπρεβίβες |
γενική | της | σεμπρεβίβας | — | |
αιτιατική | τη | σεμπρεβίβα | τις | σεμπρεβίβες |
κλητική | σεμπρεβίβα | σεμπρεβίβες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sem.pɾeˈvi.va/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σε‐μπρε‐βί‐βα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σεμπρεβίβα θηλυκό
- (λουλούδι) είδος λουλουδιού με χρυσό χρώμα, το οποίο είναι διαρκώς ανθισμένο
- ταξινομικός όρος: Helichrysum amorginum
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σεμπρεβίβα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λουλούδια (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)