σημαντικότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σημαντικότης | αἱ | σημαντικότητες | ||||
γενική | τῆς | σημαντικότητος | τῶν | σημαντικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | σημαντικότητι | ταῖς | σημαντικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | σημαντικότητα | τὰς | σημαντικότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | σημαντικότης | σημαντικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σημαντικότης (μαρτυρείται από το 1833) [1] < σημαντικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σημαντικότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Ελληνικοί Κώδικες [1833] - σελ. 901, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου